περιέκοψα

περιέκοψα
περϊέκοψα , περικόπτω
cut all round
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περικόβω — περιέκοψα, περικόπηκα, περικομμένος 1. κόβω γύρω γύρω, κουτσουρεύω, ακρωτηριάζω. 2. περιορίζω, ελαττώνω, κρατώ, παρακρατώ: Το κράτος περιέκοψε τις αποδοχές για τις μέρες απεργίας των υπαλλήλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περικόβω — περικόβω, περιέκοψα βλ. πίν. 7 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περικόπτω — περικόπτω, περιέκοψα βλ. πίν. 11 και πρβλ. περικόβω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”